- εἰλαπιναστής
- εἰλαπιναστής: banqueter, guest, Il. 17.577†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ειλαπιναστής — εἰλαπιναστής, ο (Α) 1. αυτός που μετέχει σε συμπόσιο 2. επίκληση τού Διός στην Κύπρο … Dictionary of Greek
εἰλαπιναστής — feaster masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλαπινασταῖς — εἰλαπιναστής feaster masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλαπινασταί — εἰλαπιναστής feaster masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλαπιναστοῦ — εἰλαπιναστής feaster masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλαπιναστῇ — εἰλαπιναστής feaster masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλαπιναστήν — εἰλαπιναστής feaster masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλαπιναστάς — εἰλαπιναστά̱ς , εἰλαπιναστής feaster masc acc pl εἰλαπιναστά̱ς , εἰλαπιναστής feaster masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)